- ματαίους
- μάταιοςvainmasc acc plμάταιοςvainmasc/fem acc plματαιόωbring to naughtimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ορκίλλομαι — ὁρκίλλομαι (Α) δίνω μάταιους, κενούς όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση τού τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο *ὁρκιλ(λ)ος (πρβλ. οπτίλ[λ]ος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.] … Dictionary of Greek
τυφλοπλάστης — ὁ, Α αυτός που πλάθει ανόητα ψεύδη («τὰς ματαίους... καὶ χλεύης ἀξίας μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφλοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων μακρὰς ῥήσεις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] … Dictionary of Greek